- μονόπαντος
- και μονόμπαντος, -η, -οαυτός που γέρνει από τη μία πλευρά, μονόπλευρος.επίρρ...μονόπαντα και μονόμπαντααπό τη μία μόνο πλευρά, γέρνοντας προς το ένα πλευρό, μονόπλευρα.*[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + (μ)πάντα «πλευρά, στρατιωτική μουσική»].
Dictionary of Greek. 2013.